καταδροσίζω

καταδροσίζω
καταδροσίζω (AM)
λούζω με δροσιά, δροσίζω άφθονα κάτι
μσν.
1. μτφ. ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταδροσισμένος, -η, -ον
δροσερός, νεαρός, ωραίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”